απόρρηγμα

απόρρηγμα
ἀπόρρηγμα, το (Α) [απορρηγνύω]
μέρος που έχει αποσπαστεί από κάπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόρρηγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήγμασι — ἀπόρρηγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήγματα — ἀπόρρηγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήγματος — ἀπόρρηγμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”